προδώνω

προδώνω
Ν
βλ. προδίδω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προδίδω — και προδώνω και προδίνω, μτχ. παθ. παρακμ. προδομένος, Ν 1. παραβιάζω, αθετώ ηθική υποχρέωση, υπόσχεση ή όρκο («πρόδωσε τη φιλία μας») 2. παραδίδω με δόλιο τρόπο την πατρίδα, αποκαλύπτω μυστικά τής πατρίδας μου στον εχθρό, δίνω στον εχθρό τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”